- προσφθαρείς
- πρόσ-φθείρωdestroyaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφθείρομαι — Α 1. συναντώ κάποιον σε κακή στιγμή («θεούσῃ νηΐ προσφθαρείς», Αιλ.) 2. κάνω γνωριμία με κάποιον σε κακή περίσταση («ἀλλοτρίων ἐκ πότου τινὸς προσφθαρέντων», Πλούτ.) 3. (σπαν. το ενεργ.) προσφθείρω μολύνω, μιαίνω … Dictionary of Greek